- αλέκτωρ
- (I)(Α ἀλέκτωρ)κόκορας, πετεινόςαρχ.1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός» προέρχεται από το ρ. ἀλέξω* «απομακρύνω, αποκρούω, υπερασπίζομαι», ως δραστικό δε όνομα που ήταν, όπως δείχνει η κατάλ. -τωρ (πρβλ. ρή-τωρ, πράκ-τωρ, γεννή-τωρ), σήμαινε αρχικά «τον υπερασπιστή, τον μαχητή». Επειδή όμοια σχηματίστηκε στην Αρχαία και το κύριο (ήδη ομηρικό) όνομα Ἀλέκτωρ, παραμένει προβληματικό αν το κύριο όνομα προϋπήρξε και χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για να δηλώσει το φερώνυμο ζώο ή αν -όπως φαίνεται πιθανότερο- η λ. χρησιμοποιήθηκε από την αρχή σκωπτικά για να σημάνει «τον κόκορα» λόγω τών χαρακτηριστικών εριστικών, μαχητικών γνωρισμάτων τού ζώου. Στη β' περίπτωση το κύριο όνομα είναι υστερογενές παράγωγο τού προσηγορικού ουσ. ἀλέκτωρ. Βεβαίως, ότι από κύρια ονόματα προήλθαν διάφορες ονομασίες ή, συνηθέστερα, παρωνύμια ζώων είναι ήδη γνωστό, πρβλ. λ.χ. το γαλλ. renard «αλεπού» από το κύριο όνομα Renart ή το αντίστοιχο νεοελλ. (κυρά) Μάρω «η αλεπού», καθώς και αρχαία παρωνύμια ζώων, όπως Μέμνων για τον γάιδαρο, Καλλίας για τον πίθηκο και Κερδώ πάλι για την αλεπού. Οπωσδήποτε, τα στοιχεία που έχουμε για να υποστηρίξουμε παρόμοια σημασιολογ. εξέλιξη στην περίπτωση τού ἀλέκτωρ (και τού ἀλεκτρυών) είναι ανεπαρκή. Επίσης, κατά το πρότυπο τού ἀλέκτωρ σχηματίστηκε και το ἀλεκτρυών*, που δήλωνε και το θηλ. τού ζώου, «την κότα». Το όνομα αυτό μαρτυρείται ομοίως ως κύριο όνομα, γεννώντας ανάλογο ετυμολογικό πρόβλημα. Στην Αρχαία Ελληνική για την ονομασία τού ίδιου ζώου χρησιμοποιήθηκε, με στένωση τής σημασίας της, και η λ. ὄρνις, ὁ (και ὄρνις, ἡ «η κότα»), που δήλωνε γενικότερα τη σημασία τού πουλιού. Ακόμη χρησιμοποιήθηκε διαλεκτικώς και η λ. καλαΐς «κόκορας» και «κότα», από τη σημ. τού «καλώ, κραυγάζω» (καλαις < καλαFίς < καλέωπρβλ. αρχ. ινδ. usā-kala- «κόκορας», ιρλ. cailech «κόκορας» κ.ά.). Στους μεσαιωνικούς χρόνους η λ. πετεινός από τη σημ. τού «πτερωτός, ιπτάμενος» και γενικότερα τού «πουλιού» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη σημ. «κόκορας». Η ίδια η λ. κόκορας, ορθ. κόκκορας, είναι ηχομιμητική λ. που συνδέεται με άλλες συναφείς ονομασίες τών ΙΕ γλωσσών και, κατά τον Buck, σχετίζεται με το «κόρκοραὄρνις» τού Ησυχίου (πρβλ. ιρλ. cerc κ.ά.), σε συνδυασμό με τον αμάρτυρο (στη σημ. αυτή) τ. κόκκος, «η τού κόκορα», που οδηγεί στο μσν. λατ. coccus, από όπου τα γαλλ. coq, αγγλ. cock κ.ά. Στην ίδια ηχομιμητική τάξη λέξεων θα μπορούσε να συγκαταλεχθεί και η αρχαία λ. κόκκυ (λατ. coco, πρβλ. και «ὄρνις κοκκυβόας» ή «κοκκοβόας») που δήλωνε, μεταξύ άλλων, την κραυγή τού κόκορα (πρβλ. σημ. «κικιρίκου»). Τέλος, σημειώνεται ότι το θηλ. τού «κόκορας», η σημ. λ. κότα, ορθ. κόττα, ανάγεται ετυμολογικά στην αρχαία λ. κόττος ή κοττός, που από τη σημ. «λοφίο» εξελίχθηκε στη σημ. «κόκορας». Ο Ησύχιος διασώζει σχετικά την πληροφορία: «καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες κοττοὶ διὰ τὸν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ λόφον» (λ. πρόκοττα).ΠΑΡ. αρχ. ἀλεκτοριδεύς, ἀλεκτορίς, ἀλεκτορίσκοςαρχ.-μσν.ἀλεκτόρειοςμσν.ἀλεκτόριννεοελλ.αλεκτορίδιο.ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. ἀλεκτοροφωνίαμσν.ἀλεκτορομαντείανεοελλ.αλεκτοροειδής, αλεκτορομαχία].————————(II)ἀλέκτωρ (-ορος), η (Α)(για γυναίκες) αυτή που δεν έχει νυφικό κρεβάτι, άγαμη, ανύπαντρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λέκτρον*].————————(III)ἀλέκτωρ (-ορος), ο (AM)αυτός που έχει νυφικό κρεβάτι, ο σύζυγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- αθροιστ. + λέκτρον].
Dictionary of Greek. 2013.